-
1 χέραδος
A silt, gravel, and rubbish, brought down by torrents,ἅλις χέραδος περιχεύας Il.21.319
;μὴ κίνη χέραδος Sapph. 114
, cf. Alc.105 Lobel, Pi.P.6.13, A.R.1.1123; χεράδες (pl.) is given by Hsch., χεράδας is f.l. in Sapph. l.c. (ap.EM808.39), and so χεράδι (for χεράδει ) in Pi. l.c., and χεράδος (for χέραδος ) in A.R. l.c.; χέραδος is confirmed by Sch.Il.l.c., Apollon.Lex., EM808.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χέραδος
-
2 περιχέω
A pour, spread, or scatter round or over,ἥν [ἠέρα] οἱ περίχευεν 'αθήνη Od.7.140
, cf. 13.189 (tm.), Il.5.776 (tm.); of solids,ἅλις χέραδος περιχεύας 21.319
; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας having spread gold leaf round its horns, 10.294: metaph.,τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις Od.23.162
; σκότος τοῖς δικασταῖς 'throw dust in the eyes of.. ', Plu.Cic.25 :— [voice] Med., , 23.159:— [voice] Pass., to be poured around,περὶ δ' ἀμβρόσιος κέχυθ' ὕπνος Il.2.19
;ἢν σκότος περιχυθῇ Hp.VC11
; τῶν ὀστέων περικεχυμένων scattered all round, v.l. in Hdt.3.12: metaph., -χυθεῖσα θεωρία, εὐδαιμονία, Vett. Val.241.5, 246.18.2 of persons,π. στρατὸν τείχει Hld.9.1
:— freq. in [voice] Pass., περιχυθέντες crowding round, Hdt.9.120;τῷ ναυκλήρῳ περικεχύσθαι Pl.R. 488c
, cf. Plt. 268c, X.HG2.2.21.3 π. τινἰ (sc. ὕδωρ) pour water over one, D.L.2.36:—[voice] Med., pour or have poured over oneself,πρὶν ἐνβῆναι ἐν τῷ βαλανείῳ εἰς τὸ θερμὸν ὕδωρ οἶνον περιχέασθαι IG42(1).126.13
(Epid.); μικρὸν περιχέασθαι take a moderate bath, Mnesith. ap. Ath.11.484b ; ψυχρῷ π. Anon.Lond.38.39; στολὴν.. π. Eun.VSp.477B.II [voice] Pass., embrace, τινι Luc.Luct.13, cf.Alex.45, Parth.28.2 (cj.);πανταχόθεν αὐτῷ-χυθεῖσα Hld.1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιχέω
См. также в других словарях:
χέραδος — άδους και άδεος, τὸ, Α 1. άμμος με πέτρες και άλλες φερτές ύλες που κατεβάζουν τα ποτάμια («ἅλις χέραδος περιχεύας», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «χέραδος... τὸ συναγόμενον ἐν τῇ ῥύσει τοῡ ποταμοῡ πλῆθος ἰλύος καὶ ὀστράκων καὶ λίθων».… … Dictionary of Greek